κιμονό

κιμονό
(kimono). Παραδοσιακό, εξωτερικό ιαπωνικό ένδυμα. Η καταγωγή της λέξης ανάγεται στην αρχαιότητα, οπότε σήμαινε γενικά την ενδυμασία. Το κ. με τη γνωστή του μορφή αποτέλεσε βασικό ένδυμα για τους άνδρες για τις γυναίκες κατά την περίοδο Χεϊάν (794-1185). Είναι πολύ φαρδύ και μακρύ μέχρι τους αστράγαλους, με πλατιά μανίκια. Το κ. έχει ζωηρά χρώματα και, κατά κανόνα, σχέδια λουλουδιών και ζώων. Δένεται στη μέση με μια πλατιά και σκληρή ζώνη (όμπι), που κλείνει με μεγάλο κόμπο και συχνά φέρει πολύτιμα κεντήματα. Κατά την περίοδο Μεϊτζί (1867-1912), οι κρατικοί αξιωματούχοι υποχρεώθηκαν να φορούν ρούχα δυτικού τύπου στον χώρο εργασίας, σημαίνοντας την αρχή του τέλους για την καθημερινή χρήση του κ. Οι Ιάπωνες φορούν πλέον κ. μόνο σε ιδιαίτερες κοινωνικές περιστάσεις (γάμοι, κηδείες, τελετουργίες του τσαγιού κ.ά.). Η χρήση του κ. συνοδεύεται με ξυλοπάπουτσα (γκέτα) ή ορθοπεδικά πέδιλα (τσόρι) και έναν επενδύτη (χαορί). Λεπτομέρεια γιαπωνέζικης μικρογραφίας σε χειρόγραφο της «Ιστορίας των θαυμαστών πραγμάτων», ενός ρομαντικού μυθιστορήματος της περιόδου Χεϊάν? όλα τα πρόσωπα που εικονίζονται φορούν το πατροπαράδοτο κιμονό. Αυλικό κιμονό με πολυτελή διακόσμηση του 19ου αι., αριστούργημα διακοσμητικής σε ύφασμα (Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης, Νέα Υόρκη). Γιαπωνέζες με παραδοσιακά κιμονό (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
το
άκλ.
1. μακρύ, ώς τους αστραγάλους, ιαπωνικό ένδυμα, σταυρωτό μπροστά ώστε το αριστερό μέρος να καλύπτει το δεξί, χωρίς ραφές στους ώμους, με πλατιά ζώνη πάνω από τη μέση
2. κάθε ένδυμα όμοιο ως προς το σχέδιο και το ύφασμα με το αντίστοιχο γιαπωνέζικο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιαπ. kimono].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κιμονό — το (άκλ., λ. ιαπων.) 1. μακρύ φόρεμα που φορούν οι γυναίκες στην Ιαπωνία. 2. γυναικεία ρόμπα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”